🇬🇷 el tr 🇹🇷

φίδι noun

  /ˈfi.ði/
  • (ερπετό) στενόμακρο ερπετό χωρίς πόδια, ωοτόκο (σπανιότερα ωοζωοτόκο)
yılan
Wiktionary Links