🇬🇷 el tr 🇹🇷

παράμεσος noun

  • ανθρώπινο δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα από το μικρό και το μεσαίο
yüzük parmağı

παράμεσος

adsız parmak
Wiktionary Links