🇨🇳 zh el 🇬🇷

民主 noun

  • 指人民有參與國事或對國事有自由發表意見的權利
δημοκρατία, δημοκρατικός
  • (古典) 帝王,君主
  • (古典) 官吏;官僚
δημοκρατικός
Wiktionary Links