🇬🇷 el bg 🇧🇬

αδύνατος adjective

  • που δεν έχει μεγάλη δύναμη ή δεν είναι ανθεκτικός ή έχει μεγάλη ικανότητα σε κάτι
слаб
  • που δεν μπορεί να γίνει, να συμβεί, να επιτευχθεί
невъзможен
Wiktionary Links