🇬🇷 el bg 🇧🇬

αποβολή noun

  • φυσιολογική ή και εκούσια απώλεια
  • ακούσια διακοπή της εγκυμοσύνης
або́рт
  • η πειθαρχική ποινή με την οποία επιβάλλεται σε κάποιον παραβάτη (μαθητή ή αθλητή) να αποχωρήσει (από το σχολείο ή τον αγώνα)
изгонване
Wiktionary Links