🇬🇷 el bg 🇧🇬

κενό noun

  • (φυσική) χώρος χωρίς ύλη
вакуум
  • το άδειο κομμάτι ενός χώρου
  • ένα χάσμα που διακόπτει τη συνέχεια μιας επιφάνειας
ду́пка
  • που δεν περιέχει τίποτε
  • οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια
анулирам
  • θέση εργασίας που δεν έχει συμπληρωθεί
ваканция
  • (θεωρία συνόλων) το σύνολο που δεν περιέχει στοιχεία
изпразвам
Wiktionary Links