🇬🇷 el de 🇩🇪

άνδρας noun

  /ˈan.ðɾas/
  • κάθε άνθρωπος αρσενικού φύλου που ηλικιακά έχει ξεπεράσει την εφηβεία
Mann, Ehemann
  • ο σύζυγος
Mann
Wiktionary Links