🇬🇷 el de 🇩🇪

αβάς noun

  /aˈvas/
  • (εκκλησιαστικός όρος) καθολικός ιερέας, πνευματικός πατέρας, ηγούμενος, ανώτερος μοναχός σε αβαείο
Abt
Wiktionary Links