🇬🇷 el de 🇩🇪

ενοίκιο noun

  /eˈni.ci.o/
  • χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για το δικαίωμα προσωρινής χρήσης ενός χώρου για κατοίκηση, εμπορικούς σκοπούς κλπ.
Miete

ενοίκιο

Mieterhöhung
Wiktionary Links