WikDict
Deutsch
↔
Ελληνικά
Deutsch
Deutsch ↔ English
Deutsch ↔ Français
Deutsch ↔ Svenska
Deutsch ↔ 中文 (zhōngwén)
Deutsch ↔ Русский
Deutsch ↔ Polski
Deutsch ↔ Italiano
Deutsch ↔ Nederlands
Deutsch ↔ Español
Deutsch ↔ Suomi
Deutsch ↔ Ελληνικά
Deutsch ↔ Português
Deutsch ↔ Català
Deutsch ↔ Türkçe
Deutsch ↔ 日本語
Deutsch ↔ Български език
Deutsch ↔ Norsk
Deutsch ↔ Latine
Deutsch ↔ Lietuvių kalba
Deutsch ↔ Gaeilge
Deutsch ↔ Bahasa indonesia
Deutsch ↔ Kurdî
Deutsch ↔ Fiteny malagasy
ελληνικά
Ελληνικά ↔ English
Ελληνικά ↔ 中文 (zhōngwén)
Ελληνικά ↔ Français
Ελληνικά ↔ Deutsch
Ελληνικά ↔ Polski
Ελληνικά ↔ Русский
Ελληνικά ↔ Italiano
Ελληνικά ↔ Svenska
Ελληνικά ↔ Nederlands
Ελληνικά ↔ Español
Ελληνικά ↔ Suomi
Ελληνικά ↔ Português
Ελληνικά ↔ Català
Ελληνικά ↔ 日本語
Ελληνικά ↔ Türkçe
Ελληνικά ↔ Български език
Ελληνικά ↔ Latine
Ελληνικά ↔ Norsk
Ελληνικά ↔ Gaeilge
Ελληνικά ↔ Bahasa indonesia
Ελληνικά ↔ Lietuvių kalba
More…
About
Reader
Blog
Downloads
Translate
🇬🇷 el
de 🇩🇪
καρδιά
noun
/kaɾˈðʝa/
(ανατομία) μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος
Herz
με όλη μου την καρδιά
von ganzem Herzen
Wiktionary Links
ελληνικά:
καρδιά