🇬🇷 el de 🇩🇪

κλοτσάω verb

  /kloˈt͡sa.o/
  • (μεταφορικά) δεν αποδέχομαι, αποδιώχνω, περιφρονώ
Balken
  • (για όπλα ή παρόμοιους μηχανισμούς) κάνω απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση
Rückstoß
  • χτυπώ δυνατά με το πόδι
geben
Wiktionary Links