🇬🇷 el de 🇩🇪

κόλπος noun

  /ˈkol.pos/
  • γεωγραφικός όρος
Bucht, Golf
  • γυναικολογία: τμήμα των γεννητικών οργάνων
Scheide, Vagina
  • αγκαλιά, κόρφος
Schoß

κόλπος noun

  /ˈkol.pos/
  • αποπληξία
Schlag, Schlaganfall
Wiktionary Links