🇬🇷 el de 🇩🇪

προσαρμόζομαι verb

  • (μέση διάθεση) προσαρμόζω τον εαυτό μου, αλλάζω ώστε να ανταποκριθώ σε διαφορετικό περιβάλλον
akklimatisieren
Wiktionary Links