🇬🇷 el de 🇩🇪

σίφωνας noun

  /ˈsi.fo.nas/
  • (ναυτικός όρος) ειδικός σωλήνας για τη μεταφορά ή εκκένωση υγρών από λέβητες ή από το κύτος του πλοίου
Heber
  • για τον σωλήνα του μπάνιου → δείτε τη λέξη σιφόνι
Großtrombe
Wiktionary Links