🇬🇷 el de 🇩🇪

τακτοποιώ verb

  • βάζω σε τάξη αντικείμενα
aufräumen
  • εξασφαλίζω σε κάποιον εργασία ή τα εφόδια, τα μέσα για να ζήσει
anstacheln
  • βάζω σε τάξη, ρυθμίζω καθημερινές μικροϋποθέσεις ή σοβαρές εκκρεμότητες
auseinandersetzen

τακτοποιώ

einrenken
Wiktionary Links