🇩🇪 de el 🇬🇷
Griechisch noun {n}
/ˈɡʁiːçɪʃ/
|
|
---|---|
|
ελληνικά, ελληνική γλώσσα, ελληνική |
|
ελληνικά, ελληνική, ελληνική γλώσσα, νέα ελληνικά |
|
αρχαία ελληνικά, αρχαία ελληνική |
griechisch adjective
/ˈɡʁiːçɪʃ/
|
|
---|---|
|
ελληνικός |
Wiktionary Links
- Deutsch: Griechisch, griechisch