🇩🇪 de el 🇬🇷
auch adverb
/aʊ̯x/
|
|
---|---|
|
επίσης, και |
- nicht nur … sondern auch
- όχι μόνο … αλλά και
- sowohl … als auch
- και … και
- wo Rauch ist, ist auch Feuer
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά
- auch schon was
- σιγά τ' αβγά
- wenn auch
- αν και
- Kleinvieh macht auch Mist
- σταλαγματιά σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά
- Rom wurde auch nicht an einem Tag gebaut
- η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα