🇬🇷 el de 🇩🇪

άνθος noun

  /ˈan.θos/
  • το μέρος του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα αναπαραγωγής του, τα πέταλα και σέπαλα και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός μετά τη γονιμοποίηση
Blume
Wiktionary Links