🇬🇷 el de 🇩🇪

έκθεση noun

  /ˈek.θe.si/
  • η δημόσια παρουσίαση προϊόντων ή έργων τέχνης σε ειδικό χώρο
Ausstellung, Exposition
  • το να αφήνεις κάτι να δεχτεί την επενέργεια μιας φυσικής δύναμης, να εκτεθεί σε αυτήν
Exposition, aussetzen
  • γραπτή (συνήθως) αναφορά γεγονότων, ιδεών, κρίσεων
Bericht, Aufsatz
Wiktionary Links