🇬🇷 el de 🇩🇪

ένας

  • αντί ουσιαστικού, κάποιος, αλλά αγενές, συχνά -όχι πάντα- με υποτιμητική χροιά, δηλώνοντας ενίοτε κάποιο ιδιαίτερα ασήμαντο ή και πιθανόν τιποτένιο άτομο
  • για να εκφραστεί αλληλοπάθεια
ein
Wiktionary Links