🇬🇷 el de 🇩🇪

ένωση noun

  /ˈe.no.si/
  • η σύμπραξη διαφόρων προσώπων ή πολυπρόσωπων συνόλων και η υπαγωγή τους σε μια ενιαία διοίκηση
Vereinigung, Union
Wiktionary Links