🇬🇷 el de 🇩🇪

α-

  • α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
un-

  • κατάληξη για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παραγώγων
-lich

α

a

α

  • επιφώνημα που δηλώνει έντονο συναίσθημα: θαυμασμό, απορία, έκπληξη, χαρά, αγανάκτηση κτλ.
ach
Wiktionary Links
  • ελληνικά: α-