ακολουθία
noun
|
- η λογική σειρά σκέψης, λόγου και πράξης, η συνεχής και συνεκτική διαδοχή τους
- (μαθηματικά) κάθε συνάρτηση που έχει σαν πεδίο ορισμού το σύνολο των φυσικών αριθμών
- (πληροφορική) κατηγορία δομών δεδομένων (data structures) που έχουν χαρακτηριστικά ακολουθίας, όπως ο πίνακας (array), η λίστα (list), η πλειάδα (tuple), η συμβολοσειρά (string), κλπ
|
Folge
|
- (θρησκεία) η ιεροτελεστία με λατρευτικό χαρακτήρα, τακτική ή έκτακτη, που καθορίζεται από το τυπικό της Εκκλησίας και σχετίζεται με τη Θεία Λειτουργία
|
Angabe
|