🇬🇷 el de 🇩🇪
από
/apo/
|
|
---|---|
von |
- διαχωρίζω την ήρα από το στάρι
- die Spreu vom Weizen trennen
- από μηχανής θεός
- Deus ex Machina
- από στιγμή σε στιγμή
- Augenblick
- από κοινού
- Gemeinschaft
- από τα βάθη της καρδιάς
- aus der Tiefe seines Herzens
- από την κούνια έως τον τάφο
- von der Wiege bis zur Bahre
- δηλητηρίαση από μανιτάρια
- Pilzvergiftung
- από το στόμα σου και στου Θεού τ΄ αυτί
- dein Wort in Gottes Ohr
- δηλητηρίαση από ναρκωτικά
- Medikamentenvergiftung
Wiktionary Links
- ελληνικά: από