🇬🇷 el de 🇩🇪

αφρόκρεμα noun

  /aˈfɾo.kɾe.ma/
  • (οικείο, μεταφορικά) το πιο εκλεκτό υποσύνολο ενός συνόλου
Elite, Creme, Crème de la Crème
  • (οικείο, μεταφορικά) η αριστοκρατία
Creme, Elite
  • η κρέμα σαντιγί
Rahm, Sahne
Wiktionary Links