🇬🇷 el de 🇩🇪

βαθμός noun

  /vaˈθmos/
Grad
  • (βάσεις δεδομένων) το πλήθος των γνωρισμάτων (attributes) μιάς σχέσης στο σχεσιακό μοντέλο ή το πλήθος των στηλών ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
Ausmaß
  • (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) βλ. τάξη
Stelligkeit

βαθμός

Maß
Wiktionary Links