🇬🇷 el de 🇩🇪

βασίζομαι

bauen

βασίζομαι verb

  • χρησιμοποιώ κάτι ως πρότυπο (πχ για πνευματικά-καλλιτεχνικά έργα)
auf etwas stützen
  • στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, υπολογίζοντας στις ενέργειές του, τη συμβολή του, τη βοήθειά του κλπ
sich verlassen auf
Wiktionary Links