🇬🇷 el de 🇩🇪

γάμος noun

  /ˈɣa.mos/
  • (κατ’ επέκταση) η αναγνωρισμένη από το νόμο συμβίωση δύο ανθρώπων, που έχει γίνει μετά από σύμφωνη με τη νομοθεσία διαδικασία
Ehe, Heirat
  • η επίσημη τελετή ένωσης δύο ατόμων, η γαμήλια τελετή
Hochzeit, Heirat
Wiktionary Links