🇬🇷 el de 🇩🇪

γοφός noun

  /ɣoˈfos/
  • (ανατομία, ανεπίσημο) η περιοχή του σώματος γύρω από το άνω τμήμα του μηρού και την άρθρωση του ισχίου
Hüfte
  • (ναυτικός όρος, ανεπίσημο)
Vierteldollar
Wiktionary Links