🇬🇷 el de 🇩🇪

γράφω verb

  /ˈɣɾa.fo/
  • (προφορικό, οικείο ή αγενές) αγνοώ επιδεικτικά την παράκληση ή τη συμβουλή κάποιου
schreiben, einschreiben
Wiktionary Links