🇬🇷 el de 🇩🇪

δέσμευση noun

  /ˈðe.zmef.si/
  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεσμεύω
  • το να αναλάβει κάποιος μια υποχρέωση
  • η απαγόρευση χρησιμοποίησης περιουσιακών στοιχείων
  • (πληροφορική) η κράτηση ενός τμήματος μνήμης για κάποια εργασία
  • (προγραμματισμός) η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
Verpflichtung
Wiktionary Links