🇬🇷 el de 🇩🇪

δεξιά adverb

  /ðe.ksiˈa/
  • από τη δεξιά πλευρά
rechts

δεξιά noun

  /ðe.ksiˈa/
  • (λόγιο) το δεξί χέρι
  • (πολιτική) τα συντηρητικά κόμματα
Rechte
Wiktionary Links