🇬🇷 el de 🇩🇪

δευτερεύων

  /ðe.fteˈɾe.von/
  • που βρίσκεται σε δεύτερη θέση, ο λιγότερος σημαντικός, ο μη καθοριστικός, ο επουσιώδης
sekundär
Wiktionary Links