🇬🇷 el de 🇩🇪

διαδρομή noun

Route
  • (δίκτυο υπολογιστών) path: η ακολουθία των κόμβων (nodes) από όπου διέρχεται ένα πακέτο (packet) στα δίκτυα μεταγωγής για να φθάσει τον κόμβο προορισμού (destination node)
Weg
  • (συνεκδοχικά) ο χρόνος που χρειάζεται για να πάει κάποιος από ένα σημείο σε άλλο
Fahrgeschäft

διαδρομή

Taxifahrt
Wiktionary Links