🇬🇷 el de 🇩🇪

διανομή noun

  /ði̯a.noˈmi/
  • (λογισμικό) distribution, distro: ομάδα διαφορετικών συνεργαζόμενων προγραμμάτων (λογισμικό) που παραδίδονται στον τελικό χρήστη σαν πακέτο, όπως ένα λειτουργικό σύστημα που συνοδεύεται από πληθώρα άλλων προγραμμάτων (επεξεργαστές κειμένου, φυλλομετρητές, κλπ)
Absatz

διανομή

Ausgabe
Wiktionary Links