🇬🇷 el de 🇩🇪

δυάρι noun

  /ðiˈa.ɾi/
  • το ψηφίο 2
  • (ειδικότερα) διαμέρισμα με δύο κύρια δωμάτια (εκτός των χολ, κουζίνα και μπάνιο)
Zwei
  • (κατ’ επέκταση) (σε περιβάλλον ομάδας ατόμων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 2
Daus

δυάρι

Zweizimmerwohnung
Wiktionary Links