🇬🇷 el de 🇩🇪

εκτείνω verb

  /eˈkti.no/
  • απλώνω, εξαπλώνω, επεκτείνω
erweitern, ausstrecken, dehnen
  • (γραμματική, για φωνήεν) υφίσταμαι έκταση, μεταβάλλομαι ή έχω μεταβληθεί από βραχύ σε μακρό
dehnen
Wiktionary Links