🇬🇷 el de 🇩🇪

εξασθενίζω verb

  /e.ksa.sθeˈni.zo/
  • κάνω κάτι πιο ασθενές, του μειώνω την ένταση ή την αποτελεσματικότητα
schwächen
  • γίνομαι πιο ασθενής, χάνω την ένταση ή την αποτελεσματικότητα
schwächen, schwächer, werden
Wiktionary Links