🇬🇷 el de 🇩🇪

κάνιστρο noun

  /ˈka.ni.stɾo/
  • αβαθής και ευρύς κάλαθος πλεκτός από λυγαριά ή καλάμι κοινώς πανέρι
Korb
Wiktionary Links