🇬🇷 el de 🇩🇪

καπνίζω verb

  /kaˈpni.zo/
  • (για καύσιμη ύλη που καίγεται ή για το χώρο όπου καίγεται) βγάζω, αναδίδω καπνό
  • κρεμώ κρέας, ψάρι, τυρί ή άλλες τροφές πάνω από τον καπνό ξύλων που καίγονται με σκοπό τη συντήρησή τους
  • (συνήθως στην παθητική φωνή) κάνω κάτι να μαυρίσει, να μουντζουρωθεί από την καπνιά
rauchen
Wiktionary Links