🇬🇷 el de 🇩🇪

καταρρέω verb

  /ka.taˈɾe.o/
  • (συναισθηματικά) υποκύπτω σε μεγάλη στεναχώρια
aufschließen
abklingen

καταρρέω

zerbrechen
Wiktionary Links