🇬🇷 el de 🇩🇪

λαιμός noun

  /leˈmos/
  • (ανατομία) μέρος του σώματος που συνδέει το κεφάλι με το κυρίως σώμα
Hals
  • (ειδικότερα) το μπροστινό εσωτερικό μέρος του τμήματος αυτού που περιλαμβάνει το λάρυγγα και τον φάρυγγα
Kehle
Wiktionary Links