🇬🇷 el de 🇩🇪

λειτουργία noun

  /li.tuɾˈʝi.a/
  • ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει ένα μέρος ενός συστήματος, π.χ. το εξάρτημα μιας μηχανής ή ο τομέας ενός οργανισμού ή το όργανο του σώματος
Funktion, Tätigkeit, Betrieb
  • (θρησκεία) λατρευτική ιεροτελεστία της Εκκλησίας με κέντρο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
Liturgie, Messe, Gottesdienst
Wiktionary Links