🇬🇷 el de 🇩🇪

μένω verb

  /ˈme.no/
  • εξακολουθώ να βρίσκομαι στην ίδια θέση, δε μετακινούμαι, παραμένω
bleiben
  • κατοικώ
wohnen
  • (στο σχολείο) αποτυγχάνω σε ένα μάθημα ή δεν προάγομαι συνολικά
durchfallen
Wiktionary Links