🇬🇷 el de 🇩🇪

μαλλί noun

  • το πλούσιο τρίχωμα ορισμένων ζώων όπως του προβάτου
Wolle, Haar
  • το σύνολο των τριχών του ανθρώπινου κεφαλιού (ισοδύναμο με τον πληθυντικό τα μαλλιά)
Haar
Wiktionary Links