🇬🇷 el de 🇩🇪

μοιράζω verb

  /miˈɾa.zo/
  • διαιρώ κάτι σε κομμάτια και τα δίνω σε διαφορετικούς ανθρώπους (πιθανόν να παίρνω κι εγώ μερίδιο)
teilen
Wiktionary Links