🇬🇷 el de 🇩🇪

πίνακας noun

  /ˈpi.na.kas/
  • (προγραμματισμός) ειδική δομή αποθήκευσης ομοειδών στοιχείων με μία προκαθορισμένη διάταξη η οποία υπακούει σε ένα κανόνα αρίθμησης κατά τον οποίον αντιστοιχείται ένας μοναδικός συνδυασμός ακεραίων αριθμών στην κάθε θέση της δομής και αναλόγως τον αριθμό των ακεραίων που αποτελούν τον κάθε συνδυασμό μιλάμε για μονοδιάστατο, δισδιάστατο, τρισδιάστατο κλπ. πίνακα και, γενικά, για τη διάσταση του πίνακα
Tafel, Armaturenbrett, Schalttafel
  • έργο ζωγραφικής
Bild, Gemälde
  • κατάλογος στοιχείων ή πληροφοριών διατεταγμένων σε γραμμές και στήλες
Tabelle, Periodensystem
  • (βάσεις δεδομένων) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων: ειδική δομή αποθήκευσης δεδομένων στην οποία καταχωρίζονται τα δεδομένα σε γραμμές (εγγραφές) και στήλες (η κάθε μία από τις τελευταίες έχει μοναδική ονομασία και αποτελούν τα πεδία των γραμμών-εγγραφών) ούτως ώστε στην κάθε στήλη να καταχωρίζονται δεδομένα του ιδίου τύπου (data type)
Verzeichnis, Index, Inhaltsverzeichnis
  • μεγάλη επίπεδη (συνήθως) ξύλινη επιφάνεια
Tafel
Wiktionary Links