🇬🇷 el de 🇩🇪

προσέγγιση noun

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσεγγίζω
Annäherung
  • (κατ’ επέκταση) συμφωνία, αντιστοιχία
ungefähr
Wiktionary Links