🇬🇷 el de 🇩🇪

συνδετήρας noun

  • μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται για να κρατήσει συνδεδεμένα φύλλα χαρτιού
Büroklammer, Klammer
Wiktionary Links