🇬🇷 el de 🇩🇪

τείνω verb

  • απλώνω, τεντώνω
  • έχω την τάση· για φαινόμενα που βαθμιαία εξελίσσονται προς μία ορισμένη κατεύθυνση
  • κλίνω προς κάτι, όπως μία άποψη
anspannen
  • (μαθηματικά) έχω ως όριο, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
Anflug
  • αποβλέπω, αποσκοπώ σε κάτι
zielen

τείνω

tendieren
Wiktionary Links