τείνω
verb
|
- απλώνω, τεντώνω
- έχω την τάση· για φαινόμενα που βαθμιαία εξελίσσονται προς μία ορισμένη κατεύθυνση
- κλίνω προς κάτι, όπως μία άποψη
|
anspannen
|
- (μαθηματικά) έχω ως όριο, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
|
Anflug
|
- αποβλέπω, αποσκοπώ σε κάτι
|
zielen
|